ψηλαφώδης

ψηλαφώδης
-ῶδες, Α
(για τις κινήσεις τών χεριών ατόμου που βρίσκεται σε παραλήρημα) αυτός που κουνάει τα δάχτυλα σαν να θέλει να ψηλαφήσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφῶ + κατάλ. -ώδης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψηλαφώδεες — ψηλαφώδης like one feeling masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”